λειχενίνη

λειχενίνη
η
(βιοχ.) γλυκίδιο μεγάλου μοριακού βάρους, διαλυτό σε βραστό νερό, το οποίο απαντά στις λειχήνες και ιδιαίτερα στο είδος Cetraria islandica, τού οποίου συνιστά τη γλοιώδη ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lichenine < lichen < λατ. lichen < λειχήν + -ine < -ίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”